καινοτομοῦμεν

καινοτομοῦμεν
καινοτομέω
cut fresh into
pres ind act 1st pl (attic epic doric)
καινοτομέω
cut fresh into
imperf ind act 1st pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καινοτομώ — (AM καινοτομῶ, έω) [καινοτόμος] 1. κάνω κάτι νέο 2. καθιερώνω νέα μέθοδο ή νέους τρόπους ενέργειας, νεωτερίζω («δέξαι τελετὴν καινήν, ἣν τῷ πατρὶ καινοτομοῡμεν», Αριστοφ.) 3. φέρω αλλαγές ή νεωτερισμούς στην πολιτεία μσν. ανανεώνω αρχ. 1. σκάβω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”